φιλακριβώ

φιλακριβώ
-έω, Α
1. αγαπώ την ακρίβεια, είμαι πολύ ακριβής
2. (κατά τον Ησύχ.) «φιλακριβοῡντες
μετ' ἀκριβείας διαχωρίζοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. πιθ. < φιλ(ο)-* + ἀκριβής, κατά τα συνηρ. σε -έω, -].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”